Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Μεγάλη Είσοδος

  • 1 είσοδος

    είσοδος η
    1) вход, вхождение;
    2) Μικρά Είσοδος η — Малый вход: а) вход с кадилом, б) вход с Евангелием. Вход с кадилом бывает во все великие вечерни, совершаемые отдельно или как части Всенощного Бдения и Литургии Преждеосвященных Даров. Вход с Евангелием бывает на Литургиях Иоанна Златоустого и Василия Великого после третьего антифона перед пением Трисвятого. Символизирует явление Господа Иисуса Христа на проповедь;
    3) Μεγάλη Είσοδος η — Великий вход – перенесение преждеосвященных или приготовленных святых Даров с жертвенника на престол на Литургии во время пения Херувимской песни и других заменяющих ее песнопений. Символизирует шествие Господа Иисуса Христа на страдание, смерть и погребение

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > είσοδος

  • 2 ход

    ход
    м
    1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):
    \ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·
    2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:
    \ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων
    3. (вход, проход) ἡ είσοδος:
    парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·
    4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):
    ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια

    Русско-новогреческий словарь > ход

  • 3 ход

    -а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.
    1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•

    ход вперд κίνηση προς τα μπρος•

    ход поезда η κίνηση του τρένου•

    тихий ход σιγανή κίνηση•

    полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•

    средний ход μέση ταχύτητα•

    два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•

    дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•

    пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•

    работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•

    всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•

    на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•

    по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.

    || η ταχύτητα•

    замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.

    || παλ.εκκλσ. πομπή• λιτανεία•

    крестный ход η περιφορά του σταυρού.

    2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•

    ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•

    ход сражения η εξέλιξη της μάχης•

    постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•

    ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.

    3. λειτουργία•

    плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•

    4. κίνηση με, δια•

    колсный ход η κίνηση με τροχούς•

    гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•

    коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.

    5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•

    ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•

    ход тузом το παίξιμο με τον άσο.

    || η σειρά έναρξης•

    твой ход η σειρά σου (να παίξεις).

    6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.
    7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.
    8. είσοδος•

    ход парадный η κύρια είσοδος•

    чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•

    ход со двора είσοδος από την αυλή•

    потайной ход κρυφή είσοδος•

    комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.

    || δίοδος, πέρασμα, διάβαση•

    подземный ход υπόγεια βιάβαση.

    || μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.
    εκφρ.
    на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•
    ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•
    полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•
    -ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•
    своим -ом – με το δικό μου τρόπο•
    дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•
    - у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•
    дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•
    шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•
    не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•
    пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•
    дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > ход

  • 4 параднееый

    параднее||ый
    прил
    1. (торжественный, праздничный) ἐπίσημος, ἐορτάσιμος:
    \параднееыйая форма ἡ μεγάλη σ-ολή· 2.:
    \параднееыйый подъезд ἡ κυρία είσοδος \параднееыйая дверь ἡ κεντρική πόρτα.

    Русско-новогреческий словарь > параднееый

См. также в других словарях:

  • είσοδος — η (AM εἴσοδος) 1. το μέρος, το σημείο όπου μπαίνει κανείς σ έναν χώρο («είσοδος τού δικαστηρίου», «είσοδος λιμανιού») 2. εισόδημα, έσοδο 3. δωρεάν άδεια, δικαίωμα εισόδου σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος («έχει ελεύθερη είσοδο σε όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • πυλώνας — ο 1. μεγάλη είσοδος ανακτόρου, ναού κτλ. 2. εξωτερική είσοδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πύλη — η 1. μεγάλη είσοδος, θύρα. 2. στον πληθ., πύλες διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή σε βουνό και θάλασσα. 3. είσοδος σε μέρος του ναού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • INTROITUS — in urbes insigniores, vitorum Principum illustriumque sollennis olim, nec sine coronis, peragebatur. Et quidem coronis illis tum insigniebantur, quas in certaminibus publicis demeruissent, uti de Callippo legimus apud Plutarch. Dione, quem una… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άγια — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 3.027 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Αποτελεί έδρα του δήμου Αγιάς. H Α. είναι χτισμένη ανάμεσα στην Όσσα και το Μαυροβούνι μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα νερά. 2.… …   Dictionary of Greek

  • άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»